- μετάσταση
- (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εξάπλωση (διασπορά) των κυττάρων κακοήθους όγκου. Η ικανότητα για μ. θεωρείται το χαρακτηριστικό που καθιστά έναν όγκο (νεόπλασμα) κακοήθη και όχι καλοήθη. Διακριτικό χαρακτηριστικό των κυττάρων του μεταστατικού όγκου είναι η ανεξέλεγκτη αύξησή τους παρόμοια με την πρωτογενή εστία του κακοήθους νεοπλάσματος. Τα κύτταρα των μεταστατικών όγκων διατηρούν ιδιότητες των κυττάρων της πρωτοπαθούς εστίας, όπως τα μικροδομικά χαρακτηριστικά, καθώς και την ικανότητα να δημιουργούν τα ίδια προϊόντα. Τα μεταστατικά νεοπλάσματα έχουν συνήθως χαμηλότερου βαθμού διαφοροποίηση, δηλαδή πιο πρωτόγονη δομή και αποτελούνται από κύτταρα λιγότερο λειτουργικά και ώριμα από τα κύτταρα των πρωτογενών όγκων. Όταν τα κύτταρα του όγκου διασκορπίζονται, κυρίως με τα λεμφικά αγγεία, οι μ. εμφανίζονται γενικά στους επιχώριους λεμφαδένες, δηλαδή αυτούς που βρίσκονται πιο κοντά στην αρχική εστία.. Στην ανάπτυξη της αιματογενούς μ. διακρίνονται τέσσερα στάδια: α) Η απόσπαση κυττάρων από τον πρωτογενή όγκο και η διείσδυσή τους στο αίμα από τα αγγειακά τοιχώματα. β) Η κυκλοφορία των κυττάρων του όγκου στο αίμα. γ) Η προσκόλληση των κυττάρων στα αγγειακά τοιχώματα και η αρχή της ενδοαγγειακής ανάπτυξης. δ) Η διάρρηξη των αγγειακών τοιχωμάτων από τις νεοπλασματικές μάζες και η επακόλουθη αύξηση των μεταστατικών κυττάρων μέσα στον ιστό των οργάνων που έχουν προσβληθεί.
Η εμφάνιση του φαινομένου της μ. αποτελεί ένδειξη ότι μια νεοπλασματική εξεργασία έχει γενικευτεί. Τέλος υπάρχει διάκριση ανάμεσα στη μονήρη μ., που μπορεί να αντιμετωπιστεί με χειρουργική σε συνδυασμό με συμπληρωματική θεραπεία και στις πολλαπλές μ. που αντιμετωπίζονται μόνο με συνδυασμένη αγωγή ραδιοθεραπείας και χημειοθεραπείας.
Ακτινογραφία μετάστασης σαρκώματος. Η μετάσταση σημειώνεται με το μαύρο τετράγωνο.
Μικροφωτογραφία μετάστασης καρκινώματος του στομαχιού.
* * *η (ΑΜ μετάστασις)1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεθίστημι, η μετάβαση σε άλλο τόπο, η μετακίνηση, η μετατόπιση («η μετάσταση τών μηχανημάτων απαιτεί ειδικό γερανό»)2. ιατρ. η εμφάνιση σε σημείο τού οργανισμού ενός παθολογικού φαινομένου πανομοιότυπου με εκείνο που υπάρχει ήδη σε άλλο σημείο τού σώματος (α. «μετάσταση καρκίνου» β. «μετάσταση φλεγμονής»)3. η αναχώρηση από αυτή τη ζωή, ο θάνατος («μετάσταση τής Παναγίας» — η κοίμηση τής Παναγίαςνεοελλ.αποχώρηση από μια παράταξη, μια ιδεολογία ή ένα κόμμα και προσχώρηση σε άλλη παράταξη ή άλλο κόμμα («παρατηρήθηκαν μεταστάσεις βουλευτών τού κυβερνώντος κόμματος προς την αντιπολίτευση»)αρχ.1. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο αυτός που μιλά, επειδή αναγκάζεται να ομολογήσει ότι έκανε μια πράξη, αποδίδει την αιτία της στην τύχη ή σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή και πράγμα που δεν έχει σχέση με αυτόν2. αναγωγή ή μετάθεση σε κάποια υποθετική κατάσταση3. μετάβαση σε άλλο τόπο, μετανάστευση, μετοίκηση4. ιατρ. εξάρθρωση5. εξορία6. (για τη σκηνή τού θεάτρου) έξοδος ή αποχώρηση τού χορού τής τραγωδίας7. μεταβολή τής πολιτικής κατάστασης ή τού πολιτεύματος, μεταπολίτευση («εἰς κρίσιν ἄγων τὸν ἐπιβουλεύοντα βιαίου πολιτείας μεταστάσεως», Πλάτ.)8. αντεπανάσταση («ἐκ στάσεως μετάστασις», Θουκ.)9. (γενικά) μεταβολή, αλλαγή («θυμῷ μετάστασιν δίδου», Σοφ.)10. φρ. «ἡλίου μετάστασις» — η έκλειψη τού Ηλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθ-ίστημι (πρβλ. καθ-ίστημι: κατά-στασις, αν-ίστημι: ανά-στασις)].
Dictionary of Greek. 2013.